-
1 ακεραίου
-
2 ἀκεραίου
-
3 ἀ-κέραιος
ἀ-κέραιος ( κεράννυμι), ungemischt, rein, οἶνος Diosc.; οἴνου δύναμις Ath. II, 45 e; χρυσός Plut.; in ursprünglicher Reinheit u. Vollständigkeit, unversehrt, integer (ὁλόκληρος, σῶος, ἀβλαβής, VLL.), πόλις Her. 3, 146; Isocr. 4, 98; γῆ, nicht verwüstet, Thuc. 2, 18; Plat. Critia 111 b; χώρα Dem. 1, 28; δύναμις Thuc. 3, 3; σκηναὶ ἀκ. καὶ σῶαι Xen. Cyr. 4, 5, 2; noch nicht ermüdet, An. 6, 3, 9; mit dem gen., ἄπειρον καὶ ἀκέραιον κακῶν ἠϑῶν Plat. Rep. III, 409 a; vgl. Eur. Or. 920; πάϑους ἀκέραιον ἦϑος καὶ ἄϑικτον Plut. virt. doc. posse 1; ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί Matth. 10, 16. Häufig braucht das Wort Polyb.: νῆες, φάλαγξ, frisch, die noch nicht im Kampf gewesen, 1, 28. 1, 34; ἐξ ἀκεραίου, von frischem, de integro, 24, 4, 10; βουλεύεσϑαι, προςπίπτειν, 9, 31. 6, 24; ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν 2, 2, 10. – Adv. ἀκεραίως, unversehrt, Cic. Att. 13, 21.
-
4 ακεραιος
21) беспримесный, чистый(ὕδωρ Arst.; χρυσός Plut.)
2) чистокровныйἀ. ἐκ μητρὸς ἀρσένων τ΄ ἄπο Eur. — сохранивший чистоту рода как по материнской, так и по мужской линии
3) нетронутый, неповрежденный, невредимый, не пострадавший(πόλις Her., Isocr.; γῆ Thuc.; σκηναί Xen.; χώρα Dem.)
ἐξ ἀκεραίου Polyb. — сызнова, со свежими силами;ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν Polyb. — оставить в прежнем положении4) свежий, не изнуренный(δύναμις Thuc.; λόχοι Xen.: φάλαγξ Polyb.)
5) не оскверненный, непорочный(λέχος Eur.)
ἀ. κακῶν ήθῶν Plat. — не испорченный дурными нравами -
5 τροπή
η1) поворот (в сторону и т. п.); 2) оборот;τα πράγματα έλαβαν άλλη τροπή — дела приняли другой оборот;
3) превращение, обращение;τροπή ακεραίου σε κλάσμα — превращение целого числа в дробь;
τροπή του «ο» σε «ω» — превращение «о» в «ω»;
4) астр. солнцестояние -
6 ἀκέραιος
A pure, unmixed, ;οἶνος Dsc.5.6
;ἀργύριον Poll.3.86
, etc.; untouched, γῆ, νομή, Pl.Criti. 111b, Arist.HA 575b3; unalloyed,ἡδοναί Epicur.Sent.12
.2 of persons, pure in blood, E.Ph. 943.II unharmed, unravaged,ἀ. ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν Hdt.3.146
;γῆ Th.2.18
;χώρα D.1.28
; δύναμις, of an army, in full force, Th.3.3; of troops, fresh, X.An.6.5.9, Plb.1.40.12, etc.; of property, untouched,οὐσία D.44.23
; ἐᾶν τι ἀσινὲς καὶ ἀ. IG3.1418f; of a person, Persae.Stoic.1.99.2 metaph., pure, inviolate,ἀκέραιον ὡς σῴσαιμι Μενέλεῳ λέχος E.Hel.48
; [τέχνη] ἀβλαβὴς καὶ ἀ. Pl. R. 342b; complete, perfect,φαντασίαι Phld.D.3.8
;ἐλπίς Plb.6.9.3
;ὁρμαί Id.1.45.2
.3 of persons, uncontaminated, guileless, E.Or. 922; incorruptible,κριτής D.H.7.4
: c. gen.,ἀ. κακῶν ἠθῶν Pl.R. 409a
, cf. Men.Epit. 489; unprejudiced, with an open mind, Plb.21.31.12.4 ἐξ ἀκεραίου anew, Id.23.4.10; while matters are undecided, Idd.6.24.9; ἀκέραιον ἐᾶν leave alone, Id.2.2.10; εἰς -ον ἀποκαθιστάναι, = Lat. in integrum restituere, IG14.951. Adv. - ως, of payment, in full, Cic. Att.15.21.2; unreservedly, Phld.Lib. p.57O.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκέραιος
См. также в других словарях:
ἀκεραίου — ἀκέραιος pure masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
διαιρέτης — Ο αριθμός που διαιρεί ένα άλλον, ο διαιρών, αυτός που διαμερίζει. Ο δ. δεν μπορεί να είναι το μηδέν, γιατί τότε η διαίρεση είναι αδύνατη. Δ. ενός ακέραιου αριθμού ονομάζονται οι ακέραιοι που τον διαιρούν ακριβώς. Σε αυτή την περίπτωση ο… … Dictionary of Greek
διαμάντι — Ορυκτό που αποτελείται αποκλειστικά από άνθρακα κρυσταλλωμένο στο κυβικό ή μονομετρικό σύστημα. Στην καθαρή του μορφή είναι άχρωμο. Η τυχαία παρουσία ξένων ουσιών τού προσδίδει ελαφρές ή έντονες αποχρώσεις, οι οποίες ελαττώνουν ή αυξάνουν την… … Dictionary of Greek
ιδιομήκης — ἰδιομήκης, ες (Α) αυτός που έχει τις διαστάσεις του ίσες («ιδιομήκης αριθμός» ο αριθμός που είναι τέλειο τετράγωνο ενός ακέραιου αριθμού). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + μήκης (< μήκος), πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης] … Dictionary of Greek
μοριασμός — μοριασμός, ὁ (Α) διαίρεση ακέραιου αριθμού σε τμήματα, σε κλάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόριον, μέσω ενός αμάρτυρου *μοριάζω] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
Μηνωΐδης, Μηνάς — (Βέροια ή Έδεσσα 1790 – Παρίσι 1860). Λόγιος. Δίδαξε αρχικά στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε έπειτα στο Παρίσι, όπου διορίστηκε διερμηνέας στο υπουργείο Εξωτερικών. Εξαιτίας της πολυμάθειας και του ακέραιου χαρακτήρα του, κέρδισε την αγάπη και την… … Dictionary of Greek